- παλαιότητος
- παλαιότηςagefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обетъшаниѥ — ОБЕТЪШАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Ветхость, древность, негодность: Приходи(т) г(с)ь къ кр(с)тлю. да и самого ос҃тить. обетшанье адамле рекше грѣ(х) оч(с)тить. (τὴν παλαιότητα) ГБ XIV, 21в; пиша паве(л). ветхаго чл҃вка еже е(с) грѣха старости наше˫а. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek